- φυσικεύομαι
- ΜΑ [φυσικός]είμαι φυσικός επιστήμονας ή μιλώ σαν να κατέχω τη φυσική επιστήμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσικεύσῃ — φυσικεύομαι to be aor subj mp 2nd sg φυσικεύομαι to be fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικευομένη — φυσικεύομαι to be pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικευομένοις — φυσικεύομαι to be pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικευόμενοι — φυσικεύομαι to be pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικευόμενος — φυσικεύομαι to be pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικεύεσθαι — φυσικεύομαι to be pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικεύσασθαι — φυσικεύομαι to be aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίκευμα — εύματος, τὸ, Μ [φυσικεύομαι] φυσική εξήγηση … Dictionary of Greek